ἐμφανίσκω

ἐμφανισμός

ἐμφανιστέον
ἐμφανισμός, οῦ () [] action de montrer, déclaration, Plat. Def. 413d ; Spt. 2 Macc. 3, 9.
Étym. ἐμφανίζω.