ἐμφιλοσοφέω-ῶ

ἐμφιλοσόφημα

ἐμφιλόσοφος
ἐμφιλοσόφημα, ατος (τὸ) [] sujet de dissertation philosophique, Naz. 2, 576 Migne.
Étym. ἐμφιλοσοφέω.