ἐμφρακτικός

ἔμφραξις

ἐμφράσσω
ἔμφραξις, εως ()
1 action d’obstruer, de boucher, Arstt. Probl. 2, 44 ; 11, 18 ||
2 ce qui bouche, obstacle, Str. 740.
Étym. ἐμφράσσω.