ἐμφυλλίζω

ἐμφυλλισμός

ἔμφυλλος
ἐμφυλλισμός, οῦ () action de greffer, la greffe, Arstt. Plant. 1, 6, 4 ; Geop. 10, 75, 1.
Étym. ἐμφυλλίζω.