ἐμπιλέω-ῶ

ἐμπίμελος

ἐμπίμπλημι
ἐμ·πίμελος, ος, ον [] un peu gras, Xénocr. Al. 63 ; Diosc. 2, 65.
Étym. ἐν, πιμελή.