ἔμπροθεν

ἐμπρόθεσμος

ἐμπροθέσμως
ἐμ·πρό·θεσμος, ος, ον, qui se présente dans le délai fixé, ponctuel, Plut. M. 501e ; Luc. V.H. 2, 27.
Étym. ἐν, πρό, θεσμός.