ἔμπηξις

ἔμπηρος

ἔμπης
ἔμ·πηρος, ος, ον, mutilé, estropié, Hdt. 1, 167, 196 ; Hpc. 446, 8 ; DH. 1, 23 ; Thém. 319a.
Étym. ἐν, πηρός.