ἐναγικός

ἐνάγισμα

ἐναγισμός
ἐνάγισμα, ατος (τὸ) [ᾰγ] sacrifice funèbre ou expiatoire, Ar. fr. 445 a, 13 ; DC. 97, 9.
Étym. ἐναγίζω.