ἐναιωρέομαι-οῦμαι

ἐναιώρημα

ἐνάκανθος
ἐναιώρημα, ατος (τὸ) ce qui flotte à la surface d’un liquide, Hpc. Epid. 1, 982.
Étym. ἐναιωρέομαι.