ἐνάκις

ἐνακισχίλιοι

ἐνακμάζω
ἐνακισ·χίλιοι, αι, α [ᾰχῑ] neuf mille, Plat. Tim. 23e ||
E Postér. ἐννεακισχίλιοι, El. V.H. 6, 12. Ion. εἰνακισχίλιοι, Hdt. 3, 95, etc.