ἐνάλδομαι

ἐνάλειμμα

ἐνάλειπτος
ἐνάλειμμα, ατος (τὸ) [ᾰλ] enduit, onguent, Arstt. Probl. 4, 2, 4.
Étym. ἐναλείφω.