ἐναλλάξ

ἐνάλλαξις

ἐναλλασσομένως
ἐνάλλαξις, εως () c. ἐναλλαγή, Arstt. P.A. 3, 5, 17 ; ἐν. γενῶν, Lgn 23, 1, changement de genres, énallage, t. de gr.