ἐναμέλγω

ἐναμιλλάομαι-ῶμαι

ἐνάμιλλος
ἐν·αμιλλάομαι-ῶμαι [ᾰμ] lutter contre, avec πρός et l’acc. Thém. 310, 4 G. Dind.