ἐνανάπτω

ἐναναστρέφομαι

ἐνανειλέω-ῶ
ἐν·αναστρέφομαι, f. -στραφήσομαι [ᾰν] se mêler à, converser avec, dat. Aristox. (Stob. Fl. 43, 49).