ἐνάγαμαι

ἐναγγειοσπέρματος

ἐναγγειόσπερμος
ἐν·αγγειο·σπέρματος, ος, ον [μᾰ] dont les graines sont enfermées dans des capsules, Th. H.P. 1, 11, 3.
Étym. ἐν, ἀγγεῖον, σπέρμα.