ἐναντιοδρομέω-ῶ

ἐναντιοδρομία

ἐναντιοδύναμος
ἐναντιο·δρομία, ας () course en sens inverse, Héraclite éph. fr. A, 8 (Stob. Ecl. 1, 60).
Étym. ἐν. δρόμος.