ἐναντιοπαθῶς

ἐναντιοποιολογικός

ἐναντιοπραγέω-ῶ
ἐναντιο·ποιο·λογικός, ή, όν, qui force l’adversaire à se contredire, Plat. Soph. 268c.
Étym. ἐν. ποιέω, λόγος.