ἐναπερεύγω

ἐναπεσφραγισμένως

ἐνάπηκα
ἐναπεσφραγισμένως [ᾰᾱγ] adv. en laissant une empreinte, Sext. 581, 7 Bkk.
Étym. ἐναπεσφραγισμένος, part. pf. pass. d’ἐναποσφραγίζω.