ἐγχαράσσω

ἐγχαρίζομαι

ἐγχάσκω
ἐγ·χαρίζομαι [χᾰ] (pl. q. pf. 3 sg. ἐγκεχάριστο) accorder comme bienfait, acc. Anth. 9, 114.
Étym. ἐν, χ.