ἐγχείῃ

ἐγχεικέραυνος

ἐγχειμάζω
ἐγχει·κέραυνος, ος, ον, qui a pour arme la foudre, ép. de Zeus, Pd. O. 13, 74 ; P. 4, 194.
Étym. ἔγχος, κεραυνός.