ἐγχειρέω-ῶ

ἐγχείρημα

ἐγχείρησις
ἐγχείρημα, ατος (τὸ) entreprise contre, attaque, Soph. O.R. 540 ; Plat. Pol. 590d ; Dém. 824, 12 ; Plut. Cleom. 25, etc.
Étym. ἐγχειρέω.