ἔγχρεμμα

ἐγχρέμπτομαι

ἐγχρῄζω
ἐγ·χρέμπτομαι (impf. 3 sg. ἐνεχρέμπτετο) cracher sur, Luc. Gall. 10.
Étym. ἐν, χρ.