ἐνερεύγω

ἐνερευθής

ἐνερεύθομαι
ἐν·ερευθής, ής, ές, légèrement rouge, Pol. 32, 9, 8 ; Cic. Att. 12, 4 ; Str. 3, 1, 5 Kram. etc. ; τὸ ἐνερευθές, Luc. Im. 7, rougeur légère.
Étym. ἐν, ἔρευθος.