ἐνεργητικῶς

ἐνεργμός

ἐνεργοϐατέω-ῶ
ἐνεργμός, οῦ () action de manier les cordes de la lyre, Phryn. com. 2-1, 582, 1 Mein.
Étym. ἐν, ἔργον.