ἐνιάκις

ἐνιαυσιαῖος

ἐνιαυσιαίως
ἐνιαυσιαῖος, α, ον, qui dure un an, annuel, Arstt. Categ. 6, 11 ; DS. 11, 79 ; 14, 17, etc.
Étym. ἐνιαύσιος.