ἔγκαφος

ἐγκαψικίδαλος

ἔγκειμαι
ἐγκαψι·κίδαλος, ου () [ῐῐ] gourmand d’oignons, Luc. Lex. 10.
Étym. ἐγκάπτω, κίδαλον.