ἔγκαρος

ἐγκαρπίζω

ἐγκάρπιος
ἐγ·καρπίζω (ao. ἐνεκάρπισεν) faire jouir : τινά τινος, Syn. 135b, qqn de qqe ch.
Étym. ἐν, κ.