ἐγκαταχρίω

ἐγκαταχώννυμι

ἐγκαταχωρίζω
ἐγ·καταχώννυμι, amonceler sur, couvrir d’un monceau, dat. DH. 9, 21 ; M. Ant. 7, 10 ; Geop. 4, 3, 3.
Étym. ἐν, κ.