ἐγκαταγράφω

ἐγκαταδαμάζω

ἐγκαταδαρθάνω
ἐγ·καταδαμάζω [δᾰ] (ao. pass. part. -δαμασθέν) cribler de piqûres, Hpc. 1229e.
Étym. ἐν, κ.