ἐγκαταδύνω

ἐγκαταδύομαι

ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγ·καταδύομαι (ao. 2 ἐγκατέδυν [], pf. ἐγκαταδέδυκα) se plonger dans ou sur, dat. Anth. 7, 532 ; acc. Opp. H. 4, 153.
Étym. ἐν. κ.