ἐγκατακλίνω

ἐγκατακοιμάομαι-ῶμαι

ἐγκατακρούω
ἐγ·κατακοιμάομαι-ῶμαι, se coucher dans, dormir dans, Hdt. 8, 134.
Étym. ἐν, κ.