ἐγκατακρούω

ἐγκατακρύπτω

ἐγκατακύπτω
ἐγ·κατακρύπτω, cacher dans, dat. Jos. B.J. 1, 31, 2 ; 7, 9, 1 ; Lyc. 1231.
Étym. ἐν, κ.