ἐγκαταλέγω

ἐγκατάλειμμα

ἐγκαταλείπω
ἐγκατάλειμμα, ατος (τὸ) reste, souvenir, monument, Arstt. fr. 2 ; Epict. (DL. 10, 50) ; Spt. Ps. 75, 10 ; etc.
Étym. ἐγκαταλείπω.