ἐγκαταμικτέον

ἐγκαταναίω

ἐγκαταντλέω-ῶ
ἐγ·καταναίω (seul. ao. épq. 3 sg. ἐγκατένασσε) faire habiter dans, dat. Mœro (Ath. 491c) ; A. Rh. 3, 116 (-κατένασσεν).
Étym. ἐν, κ.