Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐγκαταπλέκω
ἐγκατάπληξις
ἐγκατάποσις
ἐγ·κατάπληξις,
εως
(
ἡ
) action de frapper,
Spt.
2 Esdr.
3, 3
.
Étym.
ἐν, καταπλήσσω
.