ἐγκατάποσις

ἐγκαταριθμέω-ῶ

ἐγκαταρράπτω
ἐγ·καταριθμέω-ῶ (pass. pf. part. -κατηριθμημένην) compter au nombre de, dat. Clém. 263.
Étym. ἐν, κ.