ἐγκαταστρέφω

ἐγκατασφάζω

ἐγκατασχάζω
ἐγ·κατασφάζω (ao. ἐγκατέσφαξεν) égorger sur, rég. ind. au dat. Plut. Dem. 31.
Étym. ἐν, κ.