ἐγκατειλέω-ῶ

ἐγκατείργω

ἐγκατέλεκτο
ἐγ·κατείργω, arrêter, empêcher, Arét. Caus. m. acut. 1, 5 (part. ao. -κατειρχθέν, changé à tort en -καθειρχθέν).
Étym. ἐν, κ. ; v. ἐγκαθείργω.