ἔγκατον

ἐγκατοπτρίζομαι

ἐγκατορθόω-ῶ
ἐγ·κατοπτρίζομαι (prés. inf.) se mirer dans, Artém. 3, 30 ; Phil. paradox. VII mir. p. 2.
Étym. ἐν, κ.