ἐγκαυστική

ἔγκαυστος

ἐγκαυχάομαι-ῶμαι
ἔγκαυστος, ος, ον, peint à l’encaustique, Mart. 4, 47 ; τὸ ἔγκαυστον, peinture à l’encaustique, Plin. H.N. 35, 40.
Étym. ἐγκαίω.