ἐγκιθαρίζω

ἐγκίκρημι

ἐγκιλικίζω
ἐγ·κίκρημι (seul. prés. impér. 2 sg. ἐγκίκρα) c. ἐγκεράννυμι, Sophr. (EM. 423).
Étym. ἐν, κ.