ἔγκλιμα

ἐγκλιματικός

ἔγκλινος
ἐγκλιματικός, ή, όν [ῐᾰ] enclitique, p. opp. à ὀρθοτονούμενος, Hdn gr. 1144.
Étym. ἔγκλιμα.