ἐγκλονέομαι-οῦμαι

ἐγκλυδάζομαι

ἐγκλύδαξις
ἐγ·κλυδάζομαι (prés. -εται) [] flotter intérieurement, Hpc. 451, 49.
Étym. ἐν, κλ.