ἐγκλήμων

ἐγκληρονομέω-ῶ

ἔγκληρος
ἐγκληρο·νομέω-ῶ (fut. 3 sg. -ήσει) donner en héritage, léguer : τινί τι, Spt. Deut. 3, 28, qqe ch. à qqn.
Étym. ἔγκληρος, -νομος de νέμω.