ἐγκοιμίζω

ἐγκοισυρόομαι

ἐγκοιτάζομαι
ἐγ·κοισυρόομαι [] (part. pf. fém. ἐγκεκοισυρωμένη) être une véritable Kœsyra, c. à d. une coquette, Ar. Nub. 48.
Étym. ἐν, Κοισύρα.