ἐγκοιτάς

ἐγκοιτάω

ἐγκόλαμμα
ἐγ·κοιτάω ou ἐγ·κοιτέω-ῶ (part. pf. ἐγκεκοιτηκότες) coucher dans ou sur, dat. DC. 65, 8.
Étym. ἐν, κοίτη.