ἐγκόλαμμα

ἐγκόλαπτος

ἐγκολάπτω
ἐγκόλαπτος, ος, ον, gravé en creux, gravé, Ath. 781e ||
E ἐγκολαπτός, ή, όν, Spt. 3 Reg. 6, 29 et 31.
Étym. ἐγκολάπτω.