ἐγκολπίζω

ἐγκολπισμός

ἐγκολπόω-ῶ
ἐγκολπισμός, οῦ () insertion dans le vagin, Moschion Mul. pass. 132, p. 75 ; Aét. 3, 153.
Étym. ἐγκολπίζω.