ἐγκολάπτω

ἐγκοληϐάζω

ἐγκολλάω-ῶ
ἐγ·κοληϐάζω (2 sg. ao. ἐνεκολήϐασας) avaler gloutonnement comme un gâteau κόλλαϐος, Ar. Eq. 263.