ἐγκομϐόομαι-οῦμαι

ἐγκόμϐωμα

ἐγκονέω-ῶ
ἐγκόμϐωμα, ατος (τὸ) vêtement grossier boutonné, à l’usage des esclaves, des bergers, etc. Lys. 2, 33.
Étym. ἐγκομϐόομαι.